- αδήλωτος
- [адилотос] εκ. незаявленный.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
αδήλωτος — η, ο 1. εκείνος για τον οποίο δεν έγινε δήλωση: Βρέθηκαν στις βαλίτσες του πράγματα αδήλωτα. 2. ως ουσ. το αρσ., αδήλωτος ο πολίτης που δεν είναι γραμμένος στα μητρώα δήμου ή κοινότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδήλωτος — η, ο [δηλώνω] 1. αφανέρωτος, ανέκφραστος, ενδόμυχος 2. αυτός που δεν δηλώθηκε, για προϊόντα ή εμπορεύματα που έπρεπε κατά τον νόμο να δηλωθούν ή για πρόσωπα που δεν καταγράφηκαν στα δημοτικά, στρατιωτικά ή άλλα επίσημα μητρώα … Dictionary of Greek
άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… … Dictionary of Greek